Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

Δικτυογραφία Αναγνωστάκη

Wordle: Δικτυογραφία Αναγνωστάκη

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ Γ4

Wordle: το τμήμα του Γ4

Γ. Σεφέρη ΑΠΟ ΒΛΑΚΕΙΑ

Ελλάς· πυρ! Ελλήνων· πυρ! Χριστιανών· πυρ!
Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;

“ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ Β΄” Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

Η Ελλάδα που λες…  Μιχάλης Γκανάς
Η Ελλάδα που λες, δεν είναι μόνο πληγή.
Στη μπόσικη ώρα καφές με καϊμάκι,
ραδιόφωνα και Τι-Βι στις βεράντες,
μπρούτζινο χρώμα, μπρούτζινο  σώμα,
μπρούτζινο πώμα η Ελλάδα στα χείλη μου.
Στις μάντρες η ψαρόκολλα του ήλιου
πιάνει σαν έντομα τα μάτια.
Πίσω απ΄τις μάντρες τα ξεκοιλιασμένα σπίτια,
γήπεδα, φυλακές, νοσοκομεία
άνθρωποι του Θεού και ρόπτρα του διαβόλου
κι οι τραμβαγέρηδες να πίνουν μόνοι
κρασάκι της Αράχωβας στυφό.
Εδώ κοιμήθηκαν παλικαράδες,
με το ντουφέκι στο ΄να τους πλευρό,
με τα ξυπόλητα παιδιά στον ύπνο τους.
Τσεμπέρια καλοτάξιδα περνούσαν κι έφευγαν,
κελίμια και βελέντζες της νεροτρουβιάς.
Τώρα γαρμπίλι κι άρβυλα
σε τούτο το εκκοκκιστήριο των βράχων
κι οι τραμβαγέρηδες να πίνουν μόνοι
κρασάκι της Αράχωβας στυφό. 

ME TON ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ Γ.Σ. Γιώργος Σεφέρης
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.

Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου
γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου
καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η Θάλασσα μ' ακολουθούσε
ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο Θερμομέτρου
ώσπου να βρούμε τα νερά του βουνού.
Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βουλιάζαν
ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι κάπου στις αλαφρόπετρες
μου καρφωσε το χέρι στην κουπαστή
μια σαϊτα τιναγμένη ξαφνικά
από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης.
Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών
και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της "Ωραίας
   Ελένης του Μενελαου"~
χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάντρα
μ' έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της.
Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο
μέ χτίκιασαν οι βαρκαρόλες.

Τι Θέλουν όλοι αυτοί που λένε
πως βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά;
Ο ένας έρχεται από τη Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο
    μήπως "έρχεται εξ Ομονοίας"
"Οχι έρχομαι εκ Συντάγματος" απαντά κι είν' ευχαριστημένος
"βρήκα το Γιάννη και με κέρασε ένα παγωτό".
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει
δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι
    όλοι εμείς
δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα
    τα καράβια~
περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν.

Παράξενος κόσμος που λέει πώς βρίσκεται στην Αττική
   και δε βρίσκεται πουθενά~
αγοράζουν κουφέτα για να παντρευτούνε
κρατούν "σωσίτριχα" φωτογραφίζουνται
ο άνθρωπος που είδα σήμερα καθισμένος σ' ένα φόντο με
    πιτσούνια και με λουλούδια
δέχουνταν το χέρι του γερο-φωτογράφου να του στρώνει
    τις  ρυτίδες
που είχαν αφήσει στο πρόσωπό του
όλα τα πετεινά τ' ουρανού.

Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει
κι αν "ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς"
είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι
   με το κολύμπι
εκείνοι πού βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν
    μπορούν να κινήσουν
την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τον AMΒPAKΙKΟ.
Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά
σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας
   αργάτης
καμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που
   βασιλεύει
ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ' άσπρα και στα
   χρυσά.

Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει
παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες...
Το καράβι που ταξιδεύει το λένε  ΑΓΩΝlΑ 1937.

                                         A/π Αυλίς, περιμένοντας να ξεκινήσει.
                                                       Καλοκαίρι 1936

Μέρες του 1908 Κ.Π. Καβάφης
Τον χρόνο εκείνον βρέθηκε χωρίς δουλειά·
και συνεπώς ζούσεν απ’ τα χαρτιά,
από το τάβλι, και τα δανεικά.
Μια θέσις, τριώ λιρών τον μήνα, σε μικρό
χαρτοπωλείον του είχε προσφερθεί.
Μα την αρνήθηκε, χωρίς κανένα δισταγμό.
Δεν έκανε. Δεν ήτανε μισθός γι’ αυτόν,
νέον με γράμματ’ αρκετά, και είκοσι πέντ’ ετών.
Δυο, τρία σελίνια την ημέρα κέρδιζε, δεν κέρδιζε.
Aπό χαρτιά και τάβλι τι να βγάλει το παιδί,
στα καφενεία της σειράς του, τα λαϊκά,
όσο κι αν έπαιζ’ έξυπνα, όσο κι αν διάλεγε κουτούς.
Τα δανεικά, αυτά δα ήσαν κ’ ήσαν.
Σπάνια το τάλληρο εύρισκε, το πιο συχνά μισό,
κάποτε ξέπεφτε και στο σελίνι.
Καμιά εβδομάδα, ενίοτε πιο πολύ,
σαν γλύτωνεν απ’ το φρικτό ξενύχτι,
δροσίζονταν στα μπάνια, στο κολύμβι το πρωί.
Τα ρούχα του είχαν ένα χάλι τρομερό.
Μια φορεσιά την ίδια πάντοτ’ έβαζε, μια φορεσιά
πολύ ξεθωριασμένη κανελιά.
A μέρες του καλοκαιριού του εννιακόσια οκτώ,
απ’ το είδωμά σας, καλαισθητικά,
έλειψ’ η κανελιά ξεθωριασμένη φορεσιά.
Το είδωμά σας τον εφύλαξε
όταν που τάβγαζε, που τάριχνε από πάνω του,
τ’ ανάξια ρούχα, και τα μπαλωμένα εσώρουχα.
Κ’ έμενε ολόγυμνος· άψογα ωραίος· ένα θαύμα.
Aχτένιστα, ανασηκωμένα τα μαλλιά του·
τα μέλη του ηλιοκαμένα λίγο
από την γύμνια του πρωιού στα μπάνια, και στην παραλία.

ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ - Μ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ Μ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ

ΧΡΟΝΟΓΡΑΜΜΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ

Μ. Αναγνωστάκης

Wordle: θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.χ.